Όταν το 1923 ο γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου ξεκίνησε να εφαρμόζει τη μέθοδο της κυτταρολογικής διερεύνησης ως μέσο διάγνωσης του καρκίνου της μήτρας, δεν μπορούσε ούτε καν ο ίδιος να συνειδητοποιήσει ότι εκατομμύρια γυναικών στο μέλλον θα επιβίωναν από την ασθένεια χάρη σε αυτή την πρωτοποριακή του προσέγγιση.
Το τεστ-Παπ είναι μία από τις σημαντικότερες και πλέον απαραίτητες προληπτικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα της οποίας σώζουν καθημερινά χιλιάδες ζωές.
Τι είναι το τεστ-Παπ;
Πρόκειται για μια ανώδυνη και σύντομη εξέταση που διενεργείται από τον γυναικολόγο στο ιατρείο του. Ο γιατρός συλλέγει κύτταρα από τον τράχηλο και τον κόλπο με στόχο την ανίχνευση πιθανών, μη φυσιολογικών αλλοιώσεων και μεταβολών. Έτσι, είναι δυνατόν να εντοπιστούν σε πρώιμο στάδιο προκαρκινωματώδεις αλλοιώσεις, οι οποίες με την κατάλληλη θεραπεία μπορούν να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποτελεσματικά.
Πώς γίνεται η εξέταση;
Η γυναίκα ξαπλώνει στην ειδική γυναικολογική καρέκλα, όπως ακριβώς και την ώρα που γίνεται η τυπική γυναικολογική εξέταση. Ο γυναικολόγος με τη χρήση ενός εργαλείου που λέγεται κολποδιαστολέας και με τη βοήθεια μια ειδικής σπάτουλας, συλλέγει ένα δείγμα κυττάρων από την επιφάνεια και το εσωτερικό του τράχηλου. Αυτό το δείγμα στέλνεται για μικροβιολογικό έλεγχο και τα αποτελέσματα αξιολογούνται από τον γιατρό.
Κάθε πότε κάνουμε το τεστ-Παπ;
Από τη στιγμή που η γυναίκα ξεκινά να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, πρέπει να εντάξει το τεστ-Παπ στον ετήσιο ιατρικό προληπτικό της έλεγχο. Ο καθορισμένος χρόνος λοιπόν συχνότητας της εξέτασης είναι μια φορά τον χρόνο. Ακόμα και αν η γυναίκα έχει εμβολιαστεί κατά του καρκίνου της μήτρας, είναι πολύ σημαντικό η εξέταση να συνεχίσει να γίνεται.
Το τεστ-Παπ, γίνεται οποιαδήποτε μέρα του κύκλου εκτός από τις ημέρες της εμμήνου ρύσεως. Συνήθως συστήνεται ως πιο ενδεδειγμένη η πρώτη εβδομάδα μετά το τέλος της περιόδου, καθώς τότε η εξέταση μπορεί να συνδυαστεί και με εξέταση ψηλάφησης των μαστών. Δεν απαιτείται κάποια ειδική προετοιμασία, παρά μόνο να έχουν αποφευχθεί οι κολπικές πλύσεις για ένα τουλάχιστον 48ωρο πριν. Επίσης, για να είναι πιο αξιόπιστα τα αποτελέσματα, οι γιατροί συστήνουν αποχή από σεξουαλική επαφή για 48 ώρες πριν την εξέταση όπως και αποφυγή χρήσης ταμπόν ή κολπικών κρεμών. Σε περίπτωση αγωγής με ενδοκολπικά φάρμακα, η εξέταση πρέπει να γίνει τουλάχιστον μία εβδομάδα μετά τη λήξη της θεραπείας.